Με έκπληξη διάβασα στο Aegina Portal επιστολή διευθυντή εκδοτικού οίκου, που αναφέρεται σε εμένα προσωπικά, με αφορμή δική μου αναφορά σε βιβλίο των εκδόσεών του, κατά την διάρκεια των εγκαινίων έκθεσης βιβλίων που αφορούν την Αίγινα, η οποία διοργανώθηκε στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ του Φιστικιού Αιγίνης.
Ειλικρινά λυπάμαι που τα σχόλιά μου παρεξηγήθηκαν. Αυτό που έκανα ήταν να χρησιμοποίησω ένα παράδειγμα από τα περιεχόμενα του συγκεκριμένου βιβλίου, ενός ιστορικού αστυνομικού μυθιστορήματος που είχα διαβάσει πέρσι το καλοκαίρι, χωρίς μάλιστα να αναφέρω ούτε τον τίτλο, ούτε το όνομα του συγγραφέα, πόσο μάλλον το όνομα του εκδοτικού οίκου ή του εκδότη.
Χρησιμοποίησα το παράδειγμα αυτό για να υποστηρίξω την άποψή μου ότι τα βιβλία που απαρτίζουν αυτήν την τεράστια βιβλιογραφία για την Αίγινα θα πρέπει κάποια στιγμή να αξιολογηθούν. Όσον αφορά λοιπόν το θέμα που θέτει ο εκδότης για τα ιστορικά μυθιστορήματα και την μυθοπλασία, θεωρώ ότι η ιστορική μυθοπλασία οφείλει να μην αγνοεί τα πραγματολογικά στοιχεία, τα όσα δηλαδή γνωρίζουμε μέσα από την ιστορική έρευνα για την εποχή στην οποία τοποθετείται το μυθιστόρημα. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, τα μυθιστορήματα αυτά ονομάζονται ιστορικά.
Για τα υπόλοιπα που αναφέρει ο εκδότης περί στοχοποιήσεων, σκοπιμοτήτων και εξουσιών αδυνατώ να σχολιάσω, διότι ανήκουν προφανώς στην σφαίρα της λογοτεχνίας του φανταστικού.
Με εκτίμηση,
Γιώργος Καλόφωνος Ιστορικός