"Πλησίαζε εννιά όταν η Καίτη άφησε στην άκρη τα τελευταία διαγωνίσματα του Γ1 για να πάρει τηλέφωνο στο νησί. Άλλο βράδυ δεν θα τολμούσε να τηλεφωνήσει τέτοια ώρα, μια που πλαγιάζουν νωρίς στο πατρικό της, αλλά ήταν σίγουρη πως ο Παντελής απόψε θα καθυστερούσε να πέσει στο κρεβάτι. Σε λίγο θα έδειχνε ποδόσφαιρο στο Mega και αν δεν ήταν σπίτι, σίγουρα θα ήταν ανδροπαρέα στο "Μουράγιο", τον καφενέ της Χώρας για να δει το ματς με τους άλλους. Το τηλεφώνημα έπρεπε να γίνει μέχρι αύριο. Οι ημερομηνίες πίεζαν. Σε λίγο έμπαινε ο Δεκέμβρης. Τα δρομολόγια θα αραίωναν και οι νοτιάδες θα έφερναν βροχές και μπόλικη υγρασία στα χωράφια και στους λιγοστούς ελαιώνες του νησιού".
Έτσι ξεκινά το νέο διήγημα του Γιώργου Μπήτρου, ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα, γλυκά μελαγχολικό κάποιες φορές, αλλά και επίκαιρο, "τρέφεται" από την ψυχή ενός πλεούμενου, ενός ξύλινου παραδοσιακού σκάφους που αντικρίζει τον πολύβουο κόσμο της αστικής καθημερινότητας, χάνεται στις αναμνήσεις του, μέχρι το τέλος του να τροφοδοτήσει ένα βραδινό δελτίο ειδήσεων. "Η ιστορία της Χρυσαφένειας ανήκει στον κόσμο της μυθοπλασίας. Μην μπει στον κόπο ο αναγνώστης να αναζητήσει γνώριμα πρόσωπα και φιγούρες. Καλύτερα να αναζητήσει αυτούς, που ψάχνουν αυτές τις μέρες για μια φάτνη, για ένα κατάλυμα" λέει ο συγγραφέας.